Είναι ένα παραμύθι για τις φοβίες των παιδιών, και όχι μόνο.....
Θαρρώ πως θα έκανε πολύ καλό σε όλους, όσους έχουμε κάποιες φοβίες, αν το διαβάσουμε....
Βάλτε στη θέση της Κουκουτσοανήσυχης, τον εαυτό σας....
Να 'στε σίγουροι πως στο τέλος του παραμυθιού θα νιώσετε καλύτερα...
Η Κουκουτσοανήσυχη ζούσε σ' ένα μεγάλο ροδάκινο. |
Επίσης, το βράδυ κοιμόταν πάντα με κράνος γιατί ανησυχούσε μη τυχόν και πέσει κάτι στο κεφάλι της και την ξυπνήσει και είχε πάντοτε ένα ποτήρι νερό κοντά της γιατί ανησυχούσε μη διψάσει.
Το πρωί έβαζε στο τραπέζι ό,τι μπορείτε να φανταστείτε γιατί ανησυχούσε μην πεινάσει αργότερα και έτρωγε πολύ μέχρι που πρηζόταν η κοιλία της.
Μετά ντυνόταν να πάει να συναντήσει την φίλη της την Κουκουτσοωραία. Έπαιρνε όμως πάντα μαζί της , δύο τσάντες μήπως χάσει την μία, ομπρέλα μήπως βρέξει, κασκόλ μήπως κρυώσει ο λαιμός της, και παλτό για να μην κρυώσει κι ας είχε έξω ήλιο.
Στη στάση του λεωφορείου πήγαινε πάντα πολύ νωρίς γιατί...
ανησυχούσε μήπως χάσει το λεωφορείο και περίμενε έτσι φορτωμένη για πολύ ώρα, γιατί η Κουκουτσοχώρα ήταν τόσο μικρή που είχε μόνο ένα λεωφορείο την ημέρα. Και ενώ όλα τα κουκούτσια πήγαιναν παντού με τα πόδια, μόνο η Κουκουτσοανήσυχη έπαιρνε το λεωφορείο, επειδή...
ανησυχούσε μήπως κουραστεί.
ανησυχούσε μήπως χάσει το λεωφορείο και περίμενε έτσι φορτωμένη για πολύ ώρα, γιατί η Κουκουτσοχώρα ήταν τόσο μικρή που είχε μόνο ένα λεωφορείο την ημέρα. Και ενώ όλα τα κουκούτσια πήγαιναν παντού με τα πόδια, μόνο η Κουκουτσοανήσυχη έπαιρνε το λεωφορείο, επειδή...
ανησυχούσε μήπως κουραστεί.
Η Κουκουτσοωραία είχε δοκιμάσει πολλές φορές να της πει να μην κουβαλάει όλα αυτά τα άχρηστα πράγματα. «Άλλη φορά θα πας στα μαγαζιά μόνη σου, περπατάς σαν την χελώνα, εγώ βιάζομαι και εσύ με καθυστερείς, με όλα αυτά που με κουβαλάς». Η Κουκουτσοανήσυχη, όμως, δεν καταλάβαινε τίποτα.
Εκεί που περπατούσαν συνάντησαν τον Κουκουτσοπλακατζή που ήταν το πιο σοφό κουκούτσι της Κουκουτσοχώρας. Αγαπούσε όλα τα κουκούτσια και έκανε πάντα έξυπνες πλάκες, γι' αυτό και τον φώναζαν Κουκουτσοπλακατζή. «Πάλι φορτωμένη, πάλι φορτωμένη; Πες μου για πιο πράγμα ανησυχείς; Πρέπει να ξέρεις ότι στη Κουκουτσοχώρα ότι και να συμβεί υπάρχει πάντα ένα κουκούτσι να σου δώσει μια ομπρέλα αν βρέξει, ένα παλτό αν κρυώσεις, μια τσάντα αν δεν έχεις, κι ένα κασκόλ αν φυσάει. Τι τα θες όλα αυτά που κουβαλάς λοιπόν;»
Όταν η Κουκουτσοανήσυχη γύρισε σπίτι της, κάθισε εξαντλημένη από το κουβάλημα όλων αυτών των άχρηστων πραγμάτων στην πολυθρόνα και άρχισε να σκέφτεται αυτά που της είπε ο σοφός Κουκουτσοπλακατζής. «Νομίζω πως έχει δίκιο», σκέφτηκε, «και μου φαίνεται πώς και όλες οι ανησυχίες μου είναι άχρηστες». Ένοιωσε σαν να ξαλαφρώνει από κάτι. Είχε πάψει να ανησυχεί, δηλαδή να πάψει να φοβάται. Γιατί η ανησυχία είναι φόβος και ο φόβος είναι βάρος στην καρδιά. Κι έτσι η Κουκοτσοανήσυχη χαμογέλασε και πήγε να κοιμηθεί χωρίς να βάλει κράνος αφού έφαγε πολύ ελαφριά.
Την άλλη μέρα η Κουκοτσοανήσυχη τηλεφώνησε στην Κουκουτσοωραία και την παρακάλεσε να έρθει να την πάρει να πάνε στα μαγαζιά. Δεν μπορείτε να φανταστείτε την έκπληξη τής Κουκουτσοωραίας όταν φτάνοντας στο σπίτι τής Κουκουτσοανήσυχης την βρήκε χαρούμενη και ξυπόλητη, χωρίς καμιά ανησυχία στα μάτια της να την περιμένει στην πόρτα. «Είμαι έτοιμη, βάζω μόνο τα παπούτσια μου και φεύγουμε. Μόνο σε παρακαλώ μη με ξαναφωνάξεις Κουκουτσοανήσυχη. Από εδώ και μπρος θα με λένε Κουκουτσοανέμελη».
Αντλήθηκε από: http://www.paramithas.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου